quote

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

quote (en)

  1. επαναλαμβάνω αυτούσια λόγια ή σπάραγμα κειμένου κάποιου
  2. αναφέρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βλ. quotation

  • αυτούσια φράση κάποιου, λεκτικό ή συγγραφικό απόσπασμα-σπάραγμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]