resto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- resto < restaurant
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
resto | restos |
resto (fr) αρσενικό
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- resto < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | resto | restoj |
αιτιατική | reston | restojn |
resto (eo)
- το υπόλοιπο