stall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stall | stalls |
stall (en)
- ο πάγκος υπαίθριου εμπορίου, η καντίνα
- το χώρισμα στάβλου
- ↪ The horses were in their stalls.
- Τα άλογα ήταν στα χωρίσματά τους.
- ↪ The horses were in their stalls.
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά) το χώρισμα, μια μικρή περιοχή σε ένα δωμάτιο, που περιβάλλεται από γυαλί, τοίχους κτλ., που περιέχει ντους ή τουαλέτα
- ↪ a shower stall - χώρισμα για ντους
- το στολάρισμα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stall |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stalls |
αόριστος | stalled |
παθητική μετοχή | stalled |
ενεργητική μετοχή | stalling |
stall (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω, σταματάω, μένω, για ένα όχημα ή μια μηχανή που σταματά ξαφνικά λόγω έλλειψης ισχύος ή ταχύτητας
- ↪ Step on the gas because your engine will stall.
- Πάτα γκάζι γιατί θα σου σβήσει η μηχανή.
- ↪ The engine began to misfire and then stalled.
- Η μηχανή άρχισε να ρετάρει κι έπειτα σταμάτησε.
- ↪ There were many cars stalled in the deep snow.
- Υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα σταματημένα στο βαθύ χιόνι.
- ↪ Step on the gas because your engine will stall.
- (μεταβατικό) καθυστερώ, κάνω κάποιον να περιμένει για να έχω περισσότερο χρόνο να κάνω κάτι
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καθυστερώ, σταματώ κάτι να συμβεί μέχρι αργότερα· σταματάω να προοδεύω