study

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
study studies

study (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η μελέτη, η σπουδή, η ενέργεια του μελετώ
    a study hall - η αίθουσα μελέτης
  2. (επίσημο, πληθυντικός) οι σπουδές, μαθησιακές δραστηριότητες ενός συγκεκριμένου ατόμου, για παράδειγμα σε ένα πανεπιστήμιο
    postgraduate studies - μεταπτυχιακές σπουδές
  3. η σπουδή (στις καλές τέχνες)
  4. το γραφείο (αίθουσα μελέτης), σπουδαστήριο
ενεστώτας study
γ΄ ενικό ενεστώτα studies
αόριστος studied
παθητική μετοχή studied
ενεργητική μετοχή studying

study (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μελετώ, σπουδάζω, η μελέτη, αφιερώνω χρόνο μαθαίνοντας για ένα θέμα, διαβάζοντας, πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο κτλ.
    I study at Oxford.
    Σπουδάζω στην Οξφόρδη.
    We are studying music at university.
    Σπουδάζουμε μουσική στο πανεπιστήμιο.
    He is busy studying for tomorrow’s lessons.
    Ασχολείται με τη μελέτη των αυριανών μαθημάτων.
  2. (μεταβατικό) μελετώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά για να το καταλάβω
    I’m studying the map.
    Μελετώ τον χάρτη.