sweat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sweat sweats

sweat (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο ιδρώτας, το υγρό που αποβάλλεται από τους πόρους του σώματος ανθρώπου ή ζώου
    ⮡  I wiped the sweat off my face.
    Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου.
  2. (συνήθως ενικός) ιδρωμένος, το να είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα
    ⮡  I woke up in a sweat.
    Ξύπνησα ιδρωμένος.
  3. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) ο ιδρώτας, κοπιαστική δουλειά
    ⮡  Everything he got, he got by his sweat.
    Ό,τι απέκτησε το απέκτησε με τον ιδρώτα του.
    ⮡  He got rich off the sweat of others.
    Πλούτισε με τον ιδρώτα των άλλων.
    ⮡  He made me sweat with his insistence, but in the end I convinced him.
    Με ίδρωσε με την επιμονή του, αλλά στο τέλος τον έπεισα.
  4. → και δείτε τη λέξη sweats

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας sweat
γ΄ ενικό ενεστώτα sweats
αόριστος sweated, sweat
παθητική μετοχή sweated
ενεργητική μετοχή sweating

sweat (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ιδρώνω, αποβάλλω ιδρώτα
    ⮡  I sweat/I sweated from the heat/out of fear.
    Ίδρωσα από τη ζέστη/από το φόβο μου.
    ⮡  Don’t run; you will sweat.
    Μην τρέχεις· θα ιδρώσεις.
    ⮡  I am sweating on my face/in my underarms.
    Ιδρώνω στο πρόσωπο/στις μασχάλες.
    ⮡  I’m sweating buckets (=a lot).
    Ιδρώνω πολύ.
  2. (αμετάβατο) ιδρώνω, για πράγματα όταν στην επιφάνειά τους σχηματίζονται σταγονίδια νερού
    ⮡  The pitcher is sweating.
    Ιδρώνει το κανάτι.
  3. (αμετάβατο) ιδρώνω, κοπιάζω και κουράζομαι πολύ
    ⮡  We sweat until we made it.
    Ιδρώσαμε ώσπου να τα καταφέρουμε.
  4. (αμετάβατο, ανεπίσημο) στενοχωριέμαι, ανησυχώ
    ⮡  Don’t sweat over unimportant things.
    Μη στενοχωριέσαι με ασήμαντα πράγματα.
    ⮡  Don’t sweat it.
    Μη στενοχωριέσαι γι' αυτό.
    ⮡  I’m sweating (over) the results.
    Ανησυχώ για τα αποτελέσματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry