sword
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
sword
swords
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
sword
(en)
(
οπλισμός
)
σπαθί
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Οπλισμός (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Ænglisc
العربية
Azərbaycanca
বাংলা
Brezhoneg
Català
Corsu
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
हिन्दी
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Interlingua
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Lombard
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Македонски
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Simple English
Slovenčina
Shqip
Српски / srpski
Sunda
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú