senne
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- ΔΦΑ : /sɛn/
- ομόηχα: sen, cène, cènes, Cène, cenne, cennes, saine, saines, scène, scènes, seine, seinent, seines, Seine, sène, sènent, sènes, senne, sennent, sennes, Senne
senne (fr) θηλυκό