sprinkle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]sprinkle (en)
- (μεταβατικό) πασπαλίζω κάτι με κάτι
- (μεταβατικό) ψεκάζω κάτι με κάτι, ραντίζω, πιτσιλώ-πιτσιλάω μικροσταγονίδια
- (αμετάβατο) ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sprinkle (en)