talio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | talio | talioj |
αιτιατική | talion | taliojn |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]talio (eo)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- talio < talis
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tāliō, -ōnis (la) θηλυκό
- (νομικός όρος) ποινή με ανταπόδοση της βλάβης
Κλίση
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- talio < talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (αναπτύσσω)
Ρήμα
[επεξεργασία]talio (la) (tāliōconj.1-tāliāvī-tāliātum-taliare/taleare/talliare)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη talea
Κλίση
[επεξεργασία]Α' συζυγία (talio, taliavi, taliatum, taliare)
|
Απόγονοι
[επεξεργασία]talio (λατινικά)
απαρέμφατο taliare
Πηγές
[επεξεργασία]- talio, talare, talleare - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Νομικοί όροι (λατινικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (λατινικά)
- Ρήματα (λατινικά)
- Ρηματικές φωνές (λατινικά)
- Λατινικά ρήματα Α συζυγίας
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (λατινικά)