viola
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
viola | violas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]viola (en)
- (μουσικό όργανο) η βιόλα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- viola στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]viola (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]viola (it)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- viola < (άμεσο δάνειο) παλαιά οξιτανική viola < μεσαιωνική λατινική *vitula
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]viola (it)
- (μουσικό όργανο) βιόλα, το μουσικό έγχορδο όργανο
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αναζήτηση: viola - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μουσικά όργανα (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Επίθετα (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Χρώματα (ιταλικά)
- Λουλούδια (ιταλικά)
- Φυτά (ιταλικά)
- Δάνεια από τα παλαιά οξιτανικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά οξιτανικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (ιταλικά)
- Μουσικά όργανα (ιταλικά)