viser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]viser (fr)
- στοχεύω
- cette activité vise un jeune public - αυτή η δραστηριότητα στοχεύει ένα νεαρό κοινό
- σκοπεύω
- θεωρώ
- il a fait viser son passeport - έκανε θεώρηση του διαβατηρίου του