voile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: voilé

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
voile < λατινική velum

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
voile voiles

voile (fr) αρσενικό

  1. το μαντήλι
    elle porte un voile - φοράει μαντήλι
  2. το πέπλο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
voile < veil < un voile

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
voile voiles

voile (fr) αρσενικό


Συγγενικά

[επεξεργασία]