voile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voile | voiles |
voile (fr) αρσενικό
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- voile < veil < un voile
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voile | voiles |
voile (fr) αρσενικό