buter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /by.te/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. buter < (αργκό) bute ή butte, βήμα εκτέλεσης, συνήθως με λαιμητόμο
  2. buter < but

buter (fr) (μεταβατικό)

  1. (αργκό) σκοτώνω
    (ειδικότερα) σκοτώνω κάποιον στη λαιμητόμο

buter (fr)

  1. (αμετάβατο) χτυπώ το πόδι πάνω σε κάτι που εξέχει από το έδαφος· (μεταφορικά) συναντώ κάποια απροσδόκητη δυσκολία
  2. (μεταβατικό) υποστηρίζω, στηρίζω κάτι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]