catastrophe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

catastrophe (en)

  1. η καταστροφή

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.tas.tʁɔf/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
catastrophe catastrophes

catastrophe (fr) θηλυκό