vante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vante (no) αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vante (sv)
vante (no) αρσενικό
vante (sv)