Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πυρετός της ρηξιγενούς κοιλάδας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πυρετός της ρηξιγενούς κοιλάδας
TEM micrograph of tissue infected with Rift Valley fever virus
Ειδικότηταλοιμωξιολογία και κτηνιατρική
Συμπτώματαπυρετός, μυαλγία, αρθραλγία, πονοκέφαλος, μηνιγγισμός, neck stiffness, τύφλωση, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, confusion of consciousness, Διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, ίκτερος[1], μέλαινα κένωση, εξάνθημα, stomach bleeding, Αιμορραγία, επίσταξη και menorrhagia[1]
Ταξινόμηση
ICD-10A92.4
ICD-9066.3
DiseasesDB31094
MeSHD012295

Ο πυρετός της κοιλάδας Rift («RVF») είναι μια ιογενής νόσος που μπορεί να προκαλέσει ήπια έως και σοβαρά συμπτώματα. Μεταξύ των ήπιων συμπτωμάτων συμπεριλαμβάνονται: πυρετός, μυϊκοί πόνοι και κεφαλαλγία-ες που συχνά διαρκούν έως και μία εβδομάδα. Μεταξύ των σοβαρών συμπτωμάτων συμπεριλαμβάνονται: απώλεια της ικανότητας όρασης που ξεκινά τρεις εβδομάδες μετά τη μόλυνση, μολύνσεις του εγκεφάλου που προκαλούν έντονες κεφαλαλγίες και σύγχυση, καθώς και αιμορραγία σε συνδυασμό με προβλήματα στο ήπαρ, τα οποία ενδέχεται να εμφανιστούν κατά τις πρώτες λίγες ημέρες. Όσοι παρουσιάσουν αιμορραγία εμφανίζουν πιθανότητες θανάτου σε ποσοστό έως και 50%.[2]

Η νόσος προκαλείται από τον RVF ιός, ο οποίος ανήκει στην κατηγορία Phlebovirus. Μεταδίδεται με την επαφή με μολυσμένο αίμα ζώου, με την εισπνοή αέρα κοντά σε μολυσμένο ζώο που σφαγιάζεται, με την πόση μη επεξεργασμένου γάλακτος από μολυσμένο ζώο, ή μέσω τσιμπήματος μολυσμένου κουνουπιού-ών. Ζώα όπως οι αγελάδες, τα πρόβατα, οι κατσίκες και οι καμήλες είναι πιθανόν να μολυνθούν. Σε αυτά τα ζώα μεταδίδεται κατά κύριο λόγο από τα κουνούπια. Δεν φαίνεται να μεταδίδεται από ένα άτομο σε άλλο. Η διάγνωση πραγματοποιείται μέσω του εντοπισμού αντισωμάτων ενάντια στον ιό ή του ίδιου του ιού στο αίμα.[2]

Η πρόληψη της νόσου στους ανθρώπους γίνεται μέσω εμβολιασμού των ζώων ενάντια στη νόσο. Αυτό πρέπει να γίνεται, πριν ξεσπάσει η νόσος, καθώς εάν αυτό γίνει κατά τη διάρκεια μιας έξαρσης, ενδέχεται να επιδεινώσει την κατάσταση. Η διακοπή της μετακίνησης των ζώων, ενόσω έχει η νόσος βρίσκεται σε έξαρση, μπορεί να φανεί χρήσιμη. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση του αριθμού των κουνουπιών και την αποφυγή του τσιμπήματός τους. Υπάρχει ανθρώπινο εμβόλιο. Ωστόσο, από το 2010 δεν είναι ευρέως διαθέσιμο. Εφόσον κάποιος μολυνθεί, δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία.[2]

Εξάρσεις της νόσου έχουν λάβει χώρα μόνο στην Αφρική και στην Αραβία. Οι εξάρσεις συνήθως λαμβάνουν χώρα σε περιόδους αυξημένων βροχοπτώσεων οι οποίες αυξάνουν τον αριθμό των κουνουπιών.[2] Η νόσος καταγράφηκε για πρώτη φορά σε εκτρεφόμενα ζώα στην Κοιλάδα Rift της Κένυα στις αρχές της δεκαετίας του 1900,[3], ενώ ο ιός απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1931.[2]

  1. 1,0 1,1 (Αγγλικά) οντολογία των ασθενειών. 27  Μαΐου 2016. purl.obolibrary.org/obo/doid.owl. Ανακτήθηκε στις 30  Νοεμβρίου 2020.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 «Rift Valley fever». Fact sheet N°207. World Health Organization. Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2014. 
  3. Palmer, S. R. (2011). Oxford textbook of zoonoses : biology, clinical practice, and public health control (2nd έκδοση). Oxford u.a.: Oxford Univ. Press. σελ. 423. ISBN 9780198570028. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]